- τεθαρρηκότως
- τεθαρρηκότως, Adv. [tense] pf. part. of θαρρέω,A boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεθαρρηκότως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθαρρηκότως — Α επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek